λαμπαδίζω

λαμπαδίζω
λαμπαδίζω (Α) [λαμπάς]
λαμβάνω μέρος σε λαμπαδηδρομία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λαμπαδίζει — λαμπαδίζω run the torch race pres ind mp 2nd sg λαμπαδίζω run the torch race pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπαδίζοντες — λαμπαδίζω run the torch race pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπάδα — η (AM λαμπάς, άδος) μεγάλο κερί, μεγάλη ράβδος από κερί ή άλλο υποκατάστατό του η οποία χρησιμοποιείται συνήθως σε επίσημες ή σε θρησκευτικές τελετές (α. «λαμπάδα τού Επιταφίου» β. «λαμπάδα κηροχίτωνα», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. φλόγα, πύρινη γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • λαμπαδιστής — λαμπαδιστής, ὁ (AM) [λαμπαδίζω] μσν. προσωνυμία τού αγίου Ιωάννη αρχ. 1. αυτός που παίρνει μέρος σε λαμπαδηδρομία 2. φρ. «λαμπαδιστὴς ἀγών» λαμπαδηφορία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”